ΣΥΡΙΑΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
ΔΟΥΛΕΙΕΣ … ΜΕ «ΦΟΥΝΤΕΣ»
Από τον Τάκη Κυριτσόπουλο
Απόγευμα Τρίτης και στο ψιλικατζίδικο του Ζεβανζέλ επικρατούσε το αδιαχώρητο! Το αναμμένο μαγκάλι στο μέσον είχε κορώσει παρ’ ότι η ζέστη έξω ήτανε εφιαλτική!
Ο Ζεβανζέλ καθότανε στην … επισκοπική του μπερζέρα και τριγύρω του καμιά δεκαπενταριά παιδιά τον άκουγαν να διηγείται ιστορίες με πρωταγωνιστή φυσικά τον ίδιο!
– Διαδίδουνε μάστορα, πετάχτηκε χωρίς να σηκώσει πρώτα το χέρι του να πάρει άδεια να μιλήσει, ο Αργύρης, πώς στο Κάιρο τότες, νταραβεριζόσουνα με … «μαυράκι», γι’ αυτό καζάντισες!
– Σκάσε, βρε, και θα με ζεματίσεις, φώναξε και έτρεξε να του φράξει με την απαλάμη του το στόμα, διότι δεν επιθυμούσε να δώκει τορό στις ξομπλιάστρες του μαχαλά!
Τότε ο Λευτέρης ο Φαρίνας, παιδί της πρώτης δημοτικού, ακούγοντας περί «μαυράκι» το λιγουρεύτηκε και θέλησε σαν παιδί κι αυτό να το δοκιμάσει.
– Δώσε και μένα, μπάρμπα!
– Νισάφι ρε, θα μου κλείσεις το σπιτικό, αναψοκοκκίνισε ο γέροντας, που δεν ήθελε επ’ ουδενί να πέσει σε αβανιά και να τραβολογιέται.
– Ούουου, τέλω «μαυράκι», τέλω «μαυράκι» άρχισε να τσιρίζει το πιτσιρίκι, νομίζοντας ότι πρόκειται … για κάποιο ζαχαρωτό!
– Ρε μπελάς, που με βρήκε σήμερις! Πάει δεν γλυτώνω τον νταμπλά!
– Τέλω «μαυράκι», ρε γέρο ξούρα, κυλίστηκε χάμω ο μπόμπιρας.
– Εκτραχηλίζεσαι, Φαρίνα, παιδί μου, και θα σε βαρέσω άπαξ …
Απόξω περνούσε όλως τυχαία η Θάλεια. Άκουσε τ’ αναφιλητά και μπήκε στο κατάστημα, όπου πήρε το μέρος του παιδιού.
– Ε, δώστου και συ ένα … γραμμάριο του παιδακιού. Τι ψυχή θα παραδώσεις;
– Έλα και το ορέγομαι, θείο …
– Μέχρις ενός ορίου, ρε Φαρίνα, ξέσπασε άγρια. Μετά όμως το ξανασκέφτηκε και θέλησε ν’ αστειευτεί με το μικρό.
– Τέλος πάντων, είπε κι έκλεισε το μάτι στους άλλους, έλα να σου δώκω ένα κομμάτι να μ’ αφήσεις ήσυχο … και τσιμουδιά όμως, έτσι;
Χωρίς χρονοτριβή άνοιξε προσεχτικά ένα κουτάκι κι έδωσε έναν κόκκο … λιβάνι στον πιτσιρί, δήθεν πως ήτανε … μαύρο!
– Αυτό δεν μου μοιάζει για «μαυράκι», πονηρεύτηκε ο Φαρίνας.
– Κι ελόγου μου έχω την εντύπωση πως νοθεύεις τώρα τελευταία τα προϊόντα σου, μαστρο Βαγγέλη, δυσανασχέτησε και η Θάλεια, γυναίκα ελαφρόμυαλη!
– Μα τι λες τώρα κυρά μου, υπεραμύνθηκε του εμπορεύματός του ο Ζεβανζέλ. Πρόκειται … περί ινδικής κάνναβης πρώτης διαλογής! Δες το προσεχτικά παρακαλώ στο φως του ήλιου. Ομιλούμε για πράμα γνήσιο και αγνό. Κεχριμπάρι!
Άρπαξε ο Φαρίνας το λιβάνι με λαχτάρα και έφυγε τρέχοντας να πάει, όπως του υπέδειξαν, να το καπνίσει στα χαλάσματα!
—–
Ακάθεκτος ο Ζεβανζέλ συνέχισε ν’ ανιστορεί τα ανδραγαθήματά του στα παιδιά για ώρα πολλή, μέχρι που γύρισε ο Φαρίνας κρατώντας το κεφάλι. Οι υπόλοιποι άρχισαν την καζούρα.
– Μπράβο, ρε Λευτέρη, σιδεροκέφαλος!
– Τι απόκαμες μικρέ, επενέβη ο Ζεβανζέλ αποκαθιστώντας την τάξη. Σου άρεσε … το μπακλαβαδωτό;
– Να σου πω ψέματα, ρε μπάρμπα; Καθόλου δεν τ’ απόλαψα! Φαίνεται για να με ξεφορτωθείς, μου ’δωκες μαυράκι … μαϊμού να φουμάρω!
– Πώς και ξεστομίζεις τέτοια βαριά κουβέντα;
– Μα δεν κατάλαβα τίποτα, πάππου. Σαν να φούμαρα αέρα κοπανιστό!
– Τολμάς ρε, να προσβάλλεις το είδος μου; Κόφτο γιατί αγριεύω …
– Να. Μα τη χάρη της Παναγίας, μάστορα …
– Μα τι πήγε στραβά τέλος πάντων, βρε παιδί μου; Το δικό μου … «πράμα» και νεκρούς ανασταίνει!
– Φαίνεται τότε πως την ώρα, που φουμάριζα, θα είχε βγει καμιά θεούσα να θυμιάσει, γιατί η μόνη μυρουδιά που κατάλαβα, ήτανε εκείνη του … λιβανιού! Αλλιώς δεν ξηγιέται!
—–
Τα πράγματα μοιάζανε να κυλάνε ομαλά για τον Ζεβανζέλ αρχικά. Όμως σε λίγο διάστημα μέσα το ένα παιδί το είπε στο άλλο, εκείνο στο γονιό του, ο γονιός στο δάσκαλο και έτσι η υπόθεση βγήκε στο μεϊντάνι και ιδεαστήκανε οι γείτονες!
– Ντροπή του, του παλιανθρώπου να εθίζει τα παιδιά μας στις ναρκωτικές ουσίες!
– Παναγία Τριάς, ελέησον ημάς!
– Και όχι τίποτις άλλο, αλλά στέλνουμε τα βλαστάρια μας σ’ αυτό το άντρο της διαφθοράς, Καλλιρρόη μου!
– Μαύρη να ’τανε η ώρα!
– Κάποτες όμως πέφτουνε οι μάσκες …
– Πες το ψέματα, κυρ Ανάργυρε …
Βρεθήκανε και κάποιοι καλοθελητάδες, που το σφυρίξανε στο χαφιέ του μαχαλά και ’κείνος έτρεξε στην αστυνομία.
– Το και το, κυρ αστυνόμε. Να· σας ορκίζομαι στα παιδιά μου!
– Προφανώς, αγαπητέ μου σπιούνε, βρισκόμαστε μπροστά στην άκρια του μίτου της συμμορίας, που διακινεί ναρκωτικά στο νησί!
– Σώσον, Κύριε, τον λαόν Σου!
——
Στην αρχή ξένισε τον Ζεβανζέλ το γεγονός να βλέπει την πελατεία του ν’ αραιώνει σαν … τα μαλλιά του! Κατόπιν παρατήρησε πως οι άνθρωποι αλλάζανε δρόμο, για να μην περάσουνε μπροστά απ’ την πόρτα του μαγαζιού του. Τέλος, πρόσεξε κάποιον καμπαρντινάτο καρσί να στέκεται με τις ώρες έχοντας ανασηκωμένο το γιακά, να φορά μαύρα γυαλιά, να ’χει κατεβασμένο το μπορ της ρεπούμπλικας και να προσποιείται πως διαβάζει εφημερίδα!
Φίδια μαύρα τόνε ζώσανε τότες, καθώς ψυχανεμιζόταν πως κάτι πήγαινε στραβά! Και επειδή φοβότανε τις σπιουνιές, άρχισε να τρέμει και τη σκιά του!
Όμως, το ίδιο κιόλας απόγευμα ο καβουράκιας χτύπησε την πόρτα του μαγαζιού του.
– Του κυρίου Ζεβανζέλ το κατάστημα είν’ εδώ, παρακαλώ;
– Έτσι γράφει η ταμπέλα απόξω …
Ο άλλος τότε έβγαλε απ’ την τσέπη του μια ζελατίνα και τη μοστράρισε στη φάτσα του Ζεβανζέλ …
– Δίωξις ναρκωτικών. Είσαι να κάνουμε μια τσάρκα ομού; Για … έλα, που σε γυρεύουμε …
—–
Εγώ τι να σου μολοήσω, το είχα ψυλλιαστεί βέβαια προ καιρού, κερά Ροδάνθη μου, αλλά δεν είχα βλέπεις αποδείξεις τεστιμόνια …
– Κάλλιο αργά παρά ποτές! Γλυτώσαμε από έναν εφιάλτη, δε λες, Νερατζιά μου! Τον συλλάβανε επιτέλους τον διακινητή!
– Πηγαδάκια περίεργων αρχίσανε να σχηματίζονται εδώ κι εκεί. Και αξάφνου βγήκε παράρτημα …
– Τρέξτε καλέ, τόνε πάνε … να τόνε τουφεκίσουνε!
– Πα, πα, πα, συφορά που τους έλαχε των αθρώπωνε!
– Αυτή είναι η μοίρα των εμπόρων του λευκού θανάτου, γείτονα!
– Μαυράκι ήτονε ρε, μη μπερδεύουμε και τα … χρώματα τώρα!
– Αρκετοί όμως υπεραμύνονταν σθεναρά του Ζεβανζέλ …
– Πίπτω απ’ τα νέφη! Όμως η αλήθεια θα λάμψει στο τέλος!
– Και ’γω Ουρανία μου, ασύστατες τις βλέπω τις κατηγόριες …
– Αυτό πια ήτανε κεραυνός εν αιθρία! Τρέχω να βάλω αγιασμό στα ’κονίσματα …
Στο σπιτικό του Ζεβανζέλ γινότανε λείψανο! Επικρατούσαν κλαυθμός και οδυρμός. Η Ερνούλα προσωποδερνότανε.
– Παγαίνω στράφι, συλλάβανε τον άθρωπό μου!
– Συφορά μας, μυξόκλαιγε και η Ζία. Θα χάσουμε πελατεία!
– Μας μουντζώσανε κόρη μου, μόλις πό ’χαμε πάρει τ’ απάνου μας!
– Τέρμα, η ρουφιανιά τον έφαγε, αποφάνθηκε ο Θράσος χτυπώντας τις χάντρες της μπεγλέρας του.
– Εσύ φταις, τον αποπήρε η Ερνούλα, έτσι για να ξεθυμάνει κάπου …
– Εγώ δεν ευκαιράω ν’ ασχοληθώ με χασίσια, μητέρα …
– Ρε, πιο πολλές πέτρες, παρά … φακές θα ’χει το όσπριο, που θα φαρμακώνεις!
Τρέξανε φίλοι και δικοί για συμπαράσταση …
– Μακριά αφ’ το άδικο, κερά Ρνούλα μου, έχω να λέω …
– Να μη δούνε άνθρωπο να προκόβει στις μέρες μας, γείτονα!
– Καλά τελειώματα. Δεν σαλτάρεις εσύ, βρε μπαξεβάνη Τζίμη, πό ’χεις και κύρος, να πεις μια καλή κουβέντα, μπας και τόνε λευτερώσουνε;
– Ό,τι περνά απ’ το χέρι μου, κερά Ανεζούλα. Δένω την ποδιά μου και τρέχω …
—–
Προτού όμως συμβούνε όλα αυτά, ο Θράσος είχε πάρει άνθιση απ’ το παράθυρο, όπως κοίταζε το δρόμο και είχε τρέξει να ’δοποιήσει τη Ζία.
– Σήκω μαρή, νίψου στα μάτια με σάλιο και πάμε, καθότι μπουζουριάσανε το γέρο και τόνε πάνε τρεις μπροστά και πέντε πίσω!
– Θράσο μου, εκφράζεσαι γριφοειδώς και δεν σε κάνω αντιλαβού.
– Τόνε πιάσανε θέλω να πω …
– Τι τόνε πιάσανε, τ’ αρθριτικά του πάλι;
– Ποιά αθριτικά, μωρή ψυχανώμαλη; Τα καρακόλια τόνε καδενιάσανε και τον τρέχουνε εν πομπή!
—–
Στο τμήμα που τον προσήγαγαν δεμένο πιστάγκωνα με διπλούς κελεψέδες στα χέρια και κιοστέκια με μπάλα εικοσάρα στα ποδάρια, τον υποβάλανε σε καταιγισμό ερωτήσεων με τον προβολέα κατάματα!
– Πώς και πού και διατί; Πέστα χαρτί και καλαμάρι …
– Σκευωρία, κυρ αστυνόμε μου, στο σταυρό που σου κάνω …
– Προβλέπω ισόβειον κάθειρξιν …
– Σπλαχνιστείτε τ’ αγγόνια μου αν μη τι άλλο …
– Θα σαπίσεις στην ψειρού, λόγω εμπορίας κατ’ εξακολούθησιν …
– Αλί και τρισαλί μου! Δείξε πονεσιά, κυρ διοικητή μου …
– Έπρεπε να το σκεφτείς αυτό εκ των προτέρων, κατηγορούμενε …
Αφού έλαβε χώρα «αναφορά εν ημικλάστω», ο αστυνόμος διέταξε κράτησή του στο δεσμοφυλακείο μέχρι νεωτέρας …
– Ολοσχερώς καταστράφηκα! Γδέρνω το πρόσωπο …
– Σιωπή ένοχε! Ακολούθησε το όργανον …
– Κρεμάτε έναν αθώο!
—–
Προσέτρεξε κι ένας δικηγόρος, του οποίου το σπίτι είχε μπαντανώσει κάποτε ο Ζεβανζέλ, για να τον υπερασπιστεί αφιλοκερδώς.
– Αποποιούμεθα την ενοχή, κύριε μοίραρχε. Πρόκειται περί ασυγγνώστου πλάνης, διαμαρτυρήθηκε σχίζοντας τη γραβάτα του!
– Τι μου λέτε, κύριε συνήγορε; Είναι πασιφανής η ενοχή του. Ανακρινόμενος δε, περιέπεσε εις αντιφάσεις …
– Θεωρείται λαοφιλής, θεμέλιο της κοινωνίας μας και στυλοβάτης πολυμελούς οικογενείας. Είναι παγκοίνως γνωστή η προσήλωσίς του στους νόμους και τους προφήτας!
– Βρέθηκε ήδη το προϊόν του εγκλήματος! Προσήλθαν αυθορμήτως και κατέθεσαν αυτόπτες μάρτυρες. Δεν πρέπει να το παρακάμψουμε τούτο …
– Μην μας λερώνετε το μητρώον μας δι’ ασήμαντον αφορμήν …
– Ασήμαντη αφορμή θεωρείτε σεις να κάνει ντήλινγκ μαύρης … στα πιτσιρίκια;
– Παρακαλώ, ερευνήσατε διεξοδικώς το θέμα. Δε συνάδει με την πολιτείαν μας …
– Ήδη αναζητούμεν και συνεργάτας. Η υπόθεσις είναι καραμπινάτη!
——
– Νέφτι σου βάλανε και τρέχεις έτσι, ρε Τζίμη;
– Άστα, μπαγλαρώσανε τον μαστρο Βαγγέλη και πάω να καθαρίσω …
– Ουαί κι αλίμονο!
– Τόνε πιάσανε … με τη … γίδα στην πλάτη και τον βαράνε με βάρδιες ταχτικές στο αστυνομικό κατάστημα …
– Βάϊ, βάϊ, βάϊ! Τι του έμελλε στα γεράματα!
Μπουκάρισε φουριόζος στο τμήμα με την τσάπα επ’ ώμου χωρίς να χτυπήσει καν την πόρτα.
– Κουρελού ρε, έχεις στο τσαρδί σου, αγρίεψε ο φρουρός.
Ανέβηκε στον απάνω όροφο και μπήκε στο γραφείο.
– Ώρα καλή, αφεντικό. Τζίμης το βαφτιστικό μου, μπαξεβάνης το ’πάγγελμα, ετών σαράντα δύο, προσερχόμενος αυτοβούλως και γράμματα δε σκαμπάζω …
– Τι ξέρεις για την υπόθεση; Η ψευδής κατάθεση διώκεται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου τάδε …
– Περαστικός ήμουνα, κυρ αστυνομικέ μου και άκουσα την κερά Λεμονιά να το λέει στην κερά Πορτοκαλιά, που και ’κείνη το ’χε μάθει απ’ την κερά Μανταρινιά, τη φίλη της κεράς -Νεραντζούλας …
– Κατάθεση είν’ αυτή, που μας δίνεις ή … μάθημα δεντροκομίας;
– Ορκίζομαι στην τραγιάσκα που φοράω, πως το αντικείμενο της προσαγωγής του δεν ήτανε μαυράκι, αλλά … λιβάνι ατόφιο!
– Λέγεις αλήθεια, ρε αγροδίαιτε;
– Να σε θάψω με τα ίδια μου τα χέρια!
Η στιχομυθία τους διακόπηκε μαχαίρι, γιατί την ίδια στιγμή οδηγήσανε μέσα στο γραφείο το πανικόβλητο Πόκο – Πόκο. Είχε κρεμασμένο στο λαιμό του τον ταβλά με το εμπόρευμά του και έτρεμε σαν το ψάρι! Του δώσανε να πιεί αλευρόνερο και τον συνεφέρανε κάπως.
Το εν λόγω Πόκο – Πόκο ήτανε ένα συρρικνωμένο γεροντάκι, που καθημερινά έστηνε τον πάγκο του έξω απ’ το αχτάρικο του Καλλιβρούση και πούλαγε στους περαστικούς λιβάνι, λουμίνια, καντηλήθρες, σφραγίδες για τα πρόσφορα, καρβουνάκια για τα λιβανιστήρια σε συμφερτική τιμή, καθώς και ποικιλία μπαχαρικών.
– Εσύ είσαι λοιπόν … ο προμηθευτής του κατηγορούμενου, ρώτησε με εξεταστικό βλέμμα ο αστυνόμος.
– Μάλιστα, μάλιστα, αποκρίθηκε με τρεμάμενο το κάτω αχείλι.
– Και δεν το δείχνεις! Τι ακριβώς του προμηθεύεις;
– Του απουλάω μοσκολίβανο σε συσκευασία …
– Που στην ουσία δεν είναι μοσκολίβανο, αλλά … κάτι άλλο, του έκλεισε πονηρά το μάτι …
– Εξετάστε παρακαλώ τα προϊόντα μου στο Γενικόν Χημείον, αν θέλετε. Πενήντα χρόνια κάνω αυτή τη δουλειά …
– Λάβε, όργανον, δειγματοληπτικώς ποσότητα από κάθε είδος του προσαχθέντος …
– Αμέσως, αρχηγέ μου, χαιρέτησε ο κατώτερος, χτυπώντας με δύναμη τα τακούνια του στο πάτωμα.
– Και συ, από πού προμηθεύεσαι το λιβάνι σου, βρε Πόκο – Πόκο.
– Από τον Πολύμερο τον καντηλανάφτη, κύριε διοικητά. Μου το πουλάει και κάτω του κόστους ενίοτε …
– Θα έχει περίσσευμα ως φαίνεται …
– Πρόκειται περί θεοσεβούμενου ανθρώπου! Περί ενός προαλειφόμενου … οσίου θα έλεγα!
– Μμμ! Βλέπω ότι διευρύνεται ο κύκλος της συμμορίας! Πήγαινε όργανον να μου φέρεις εδώ και τον εν λόγω κύριο …
—–
Την εποχή εκείνη ο νεωκόρος Πολύμερος τύγχανε ερωτοχτυπημένος με κάποια χηρευάμενη παραπλεύρως του ιερού ναού. Οι προσπάθειες όμως να την προσεγγίσει δεν απέδιδαν και προκειμένου να την εντυπωσιάσει κατέφυγε στα μεγάλα μέσα! Άρχισε … να ξαφρίζει ποσότητες λιβανιού απ’ την εκκλησιά και να το πουλάει λιανικώς στο Πόκο – Πόκο.
Τοιουτοτρόπως κατάφερε ν’ αγοράσει κουστούμι σταυρωτό, λόγω και του επαγγέλματος, λαιμοδέτη με σχηματοποιημένα πάνω του ζώα της πανίδας της κιβωτού του Νώε, καθώς και λουστρίνια πατούμενα εισαγωγής.
Τότε η χήρα, αν και ζεστός ακόμα ο μακαρίτης, τον πρόσεξε καλύτερα και ύστερα από το μνημόσυνο, με δεσπότη παρακαλώ, έπεσε σαν ώριμος καρπός στην αγκαλιά του Πολύμερου, κολακευμένη σφόδρα απ’ το έμπραχτο ενδιαφέρον, που της έδειχνε ένας τόσο κομψευόμενος κύριος!
—–
Ο καντηλανάφτης προσήχθη βιαίως στο αστυνομικό τμήμα για … εμπορία ναρκωτικών και ο αστυνόμος τον περιάδραξε απ’ το λαιμό μόλις τον είδε.
– Λέγε την πάσα αλήθεια, γιατί θα σου αλλάξω … τα καντήλια, του φώναξε άγρια.
– Ξέρετε, κύριε διοικητά μου, λόγω του νόμου της βαρύτητος το λιβάνι μου αντί ν’ αναδύεται προς τον Ύψιστον, όπου προόρισται, εσχάτως άρχισε να … καταδύεται προς το κέντρον της πόλεως όπου ο πάγκος του νομοταγούς συμπολίτου μας κυρίου Πόκου – Πόκου …
– Άσε τις περικοκλάδες, γιατί θα διατάξω να σου βάλουνε βραστά αβγά στις αμασχάλες! Μίλα λοιπόν, ρε χτήνος, να ξαλαφρώσεις …
– Λιβάνι πούρο κι ευλοημένο πωλώ …
– Και όχι … χασίσι;
– Πού τέτοια τύχη; Δέχθηκε όμως κατραπακιά και σιώπησε!
– Διατείνεσαι δηλαδή, ότι διακινείς μόνο λιβάνι;
– Σας ορκίζομαι στα τέσσερα παιδιά μου, σήκωσε το δεξί του χέρι, παρόλο που ήτανε … ανύπαντρος ο θεομπαίχτης!
—–
Ο Ζεβανζέλ έκλεινε ήδη είκοσι ώρες μέσα στο ανήλιαγο μπουντρούμι και είχε και το φρουρό να τον πιλατεύει από πάνω, γέρο άνθρωπο!
– Δε ντράπηκες ν’ αφιονίζεις το πιτσιρίκι;
– Αθώος είμαι και άσπιλος!
– Σκασμός, θα σε βάλω στο φάλαγγο …
– Ωχ, πονάει η σπάλα μου …
– Εδώ δεν είναι θεραπευτήριο, κατάδικε!
– Δεν χουζουρεύω, γιέ μου ..
– Κάνε υπομονή μέχρι να εκδικαστεί η υπόθεσή σου. Μετά θα πας σε πιο λουξ … μπουντρούμι!
– Βγάλε με, μωρέ και κοντεύει να σπάσει η φούσκα μου … Τότε κατέφθασε ο αρχιφύλακας με τη διαταγή …
—–
Με την πάροδο του χρόνου η κοινή γνώμη άρχισε να μεταστρέφεται. Τις κραυγές αγανάχτησης κατά του Ζεβανζέλ αντικαταστήσανε επιστολές συμπαράστασης, πικετοφορίες, καθώς και μία παννυχίδα αλληλέγγυων με αναμμένα κεριά όξω απ’ το κρατητήριο. Μέχρι και ο τοπικός βουλευτής επιστρατεύτηκε να μιλήσει!
Ο αστυνόμος τότε κατάλαβε πως επρόκειτο περί πλεκτάνης, που ενείχε και στοιχεία φαιδρότητας!
Παραταύτα καταλόγισε ευθύνη στο νεωκόρο για διακεκριμένη υπεξαίρεση και ιεροσυλία και τον παρέπεμψε αρμοδίως!
Το Πόκο – Πόκο, παρά το μισοκακόμοιρο ύφος του, το εγκάλεσε κι αυτό για κλεπταποδοχή, ενώ τον Ζεβανζέλ φρόντισε να τον απαλλάξει, μιας και δεν διακινούσε ναρκωτικά, αλλά εν αγνοία του αγόραζε λιβάνι ύποπτης προέλευσης, και παράλληλα, έλαβε υπόψη του την ανάλυση του Χημείου.
– Αρχιφύλαξ, πού βρίσκεται ο κρατούμενος;
– Μπουζουριασμένος στο μπαλαούρο και δεμένος με αλυσίδες σταυρωτές, όπως διατάξατε …
– Λύστονα και οδήγησέ τον στο γραφείο μου …
– Αποφασίσατε να του δώσετε αποφυλακιστήριο;
– Σιωπή! Ο άνθρωπος αυτός είναι άσφαλτος με το άπαν του χωρίς λεκέ και πιο καθαρός κι απ’ το πουκάμισό μου!
—–
– Άνοιξε τις αμπάρες, ρε Μήτσο, κι άστονα να φύγει. Τόνε γυρεύει στο γραφείο του ο μεγάλος, είπε ο αρχιφύλακας στο φρουρό.
Όταν λύσανε τα βραχιόλια του Ζεβανζέλ, αυτός ήτανε ράκος!
– Πού βρίσκουμαι, Παναγία μου;
– Έλα, έλα, θέλει να σε δει ο προϊστάμενος …
Μπαίνοντας στο γραφείο τον αφήσανε να περιμένει όρθιος, ενώ ο αστυνόμος έκανε τάχα πως μελετά εμβριθώς κάποια εγκύκλιο του υπουργείου …
– Με ζητήσατε, αρχηγέ μου, τόλμησε να αρθρώσει μόλις και μετά βίας …
– Μην ομιλείς. Αυτή τη στιγμή πραγματεύομαι το θέμα σου …
– Μάλιστα, να βγάλω το σκασμό. Όμως θα φάω πολλά χρόνια;
Ξερόβηξε τότε ο αστυνόμος και βουτώντας τον κοντυλοφόρο του με το φτερό της χήνας στο μελανοδοχείο, ανακοίνωσε εγκάρδια στον Ζεβανζέλ:
– Αναψηλαφώντας διεξοδικώς την υπόθεσή σου, αποφαινόμεθα πως δεν συντρέχει λόγος περαιτέρω κράτησής σου. Καφέ να σε κεράσουμε;
– Ένα καφεδάκι θα ’τανε μπάλσαμο …
– Μάλιστα …
– Καλό να δείτε, κυρ αστυνόμε μου …
– Να προσέχεις του λοιπού. Να ελέγχεις τα άτομα με τα οποία συναγελάζεσαι, θέλησε να τον τρομάξει λίγο …
– Μάλιστα, μάλιστα, θα ’χω το νου μου …
– Τούτο σου λέω μόνο, φουκαρά μου· αν ξανακάνεις στραβοπάτημα, εγώ σηκώνω τα χέρια ψηλά! Ελεύθερος υπό όρους τώρα. Δεν μου λες, κάποιο … Θράσο τι τον έχεις;
– Μέλλοντα γαμπρό μου και προπονητή της ομάδας μας …
– Μεγάλη … λέρα, να τον προσέχεις. Βάλε ’δω τώρα μια τζίφρα και άμε στην ευχή του Χριστού και της Παναγίας …
—–
Βγήκε απ’ το τμήμα και το φως του ήλιου τον έκανε να φέρει τα χέρια στα μάτια του. Δάκρυα άρχισαν ν’ αυλακώνουν το πρόσωπό του.
Έξω απ’ το τσαγκαράδικο του κουτσού τον πλησιάζει ο μικρός Πολύκαρπος.
– Μάστρο Βαγγέλη, με στέλνει η μάνα μου. Θέλει, λέει, μια χάρη να της κάνεις …
– Τι χάρη, παιδί μου;
– Σήμερα είναι να ’ρθει στο σπίτι μας ο παπάς για αγιασμό …
– Κι εγώ τι θέλεις … να βαστώ την αγιαστούρα;
– Επειδής όμως αγιασμός χωρίς θυμίαμα δεν γίνεται, ρωτάει, αν έχεις να της δώσεις … κομμάτι λιβάνι!
– Ρε, δεν πας στο γέρο διάολο!