Καλό ξημέρωμα …
Μερόπη Ν. Σπυροπούλου
Ομότιμη καθηγήτρια ΕΚΠΑ,
βραβείο Ακαδημίας Αθηνών
Συνήθως, οι πρώτες ώρες του βραδινού ύπνου ανακουφίζουν το σώμα που χαλαρώνει μετά από μια κουραστική μέρα και βυθίζουν το μυαλό σε μια κατάσταση μη συνειδητοποιημένης ανυπαρξίας, η οποία μπορεί να διακόπτεται μόνο, ασυναίσθητα και ακούσια, από στιγμές άυλης και φαντασιακής ζωής, μέσα στα όνειρα.
Την ώρα όμως που εκείνο το ομιχλώδες και θολό γκρίζο φως – ο ήρεμος προάγγελος της αυγής – γλιστράει απαλά ανάμεσα από τις γρίλιες και, πλησιάζοντας ακροπατώντας στο μαξιλάρι, προσπαθεί να ανασηκώσει το μυαλό από τα βάθη της σκοτεινής παραίτησης και να το οδηγήσει προς την ανηφοριά της συνείδησης, αρχίζει μια άλλη διαδικασία. Αυτή είναι, συχνά, η ώρα κάποιων απρόσκλητων επισκεπτών ή, για να είμαι πιο ακριβής, μάλλον είναι η ώρα των «εισβολέων».
Σκέψεις πολλές, ανάκατες, ανεξέλεγκτες, αδιάκριτες, αιφνιδιαστικές και, συχνά, παράταιρες, παίρνουν το σχήμα ενός ανεμοστρόβιλου κι αρχίζουν να παγιδεύουν το μυαλό στην δίνη τους. Σκέψεις, που μπορεί να σχετίζονται με πρόσφατα ή απόμακρα γεγονότα του χθες, ή με άλλα, ευχάριστα, δυσάρεστα, βαρετά ή ανησυχητικά, προγραμματισμένα και αναμενόμενα μέσα στην μέρα που ξημερώνει. Συνήθως, όμως, οι σκέψεις, που αφορούν το αύριο, έρχονται δεύτερες.
—-
Οι πρώτες κοφτερές σκέψεις του στρόβιλου σπρώχνουν, προς το κέντρο της συνείδησης, διάφορα ετερόκλιτα στοιχεία. Άλλοτε είναι κάποια ασυνάρτητα κομμάτια από στιγμιαίες εικόνες και, άλλοτε, είναι κάτι μικρά αγκαθωτά άγχη και ανεπαίσθητοι τρεμουλιαστοί πανικοί, ή κάποιες βουβές τύψεις και ενοχές που, όμως, με το επίμονο βλέμμα τους, σαν να προκαλούν μια ανατριχίλα στην σιωπή.
‒ Είναι εκείνη η, από τόσο καιρό, οφειλόμενη συλλυπητήρια επίσκεψη, που παραμελήθηκε και δεν πραγματοποιήθηκε τότε που έπρεπε.
‒ Είναι το ευγενικό γράμμα, που μαραζώνει μήνες αναπάντητο σε μια άκρη του γραφείου σου.
‒ Είναι η εκκρεμότητα μιας δυσάρεστης υποχρέωσης, που δεν σταματά να στριφογυρίζει κάτω από την καταπιεστική αναβλητικότητα.
‒ Είναι εκείνος ο, κάπως μουντός, απόηχος από το πρόσφατο, λίγο άχρωμο, τηλεφώνημα του ξενιτεμένου παιδιού.
‒ Είναι εκείνο το παιδάκι που, σιωπηλό, άπλωσε το χεράκι του περιμένοντας, κι εσύ, βιαστικός και αδιάφορος, το προσπέρασες.
‒ Είναι εκείνη η λέξη, που κάποτε πλήγωσε εσένα ή τον απέναντί σου. Το ίδιο κάνει, το ίδιο πονά.
‒ Είναι εκείνο το ψέμα, που κάποτε ξεστόμισες, σκόπιμα ή έστω από επιπολαιότητα, και παραμένει επίμονα ανεξίτηλο.
‒ Είναι εκείνο το πικρό παλιό μυστικό, που μάταια προσπαθείς, χρόνια τώρα, να ξεχάσεις.
‒ Είναι εκείνη η συγγνώμη, που σε κάποιον την οφείλεις και υπομονετικά περιμένει να βγει από τα σφιχτοκλεισμένα χείλη σου.
‒ Είναι εκείνο το λυπημένο βλέμμα του γονιού σου, που περίμενε άδικα έναν γλυκό σου λόγο, ένα χάδι στα άσπρα μαλλιά.
‒ Είναι τόσα …
Αλλάζεις θέση στο μαξιλάρι, σφίγγεις τα βλέφαρα, εύχεσαι να σε πάρει, για λίγο, ο ύπνος, ενώ συγχρόνως, αμυνόμενος, ασυναίσθητα, προσπαθείς να ξεχωρίσεις κάποιες μικρές φωτεινές αναλαμπές, εκεί, πίσω από το μουντό σύννεφο που σε έχει μισοσκεπάσει.
‒ Είναι εκείνη η υπέροχη ανατολή του ήλιου, που, ένα καλοκαίρι, αντίκρισες με τους αγαπημένους σου, από το κάστρο της Μονεμβασιάς.
‒ Είναι τα γεμάτα, από αγάπη τελευταία λόγια της μάνας, όταν σε αποχαιρετούσε.
‒ Είναι εκείνο το χαμόγελο του παιδιού σου, για μια σημαντική επιτυχία του.
‒ Είναι το δυνατό αγαπημένο χέρι που σε στηρίζει χρόνια τώρα …
‒ Είναι ένα πανέμορφο ηλιοβασίλεμα στην Λευκάδα, που έδωσε τόση χαρά στον παλιό φίλο…
‒ Είναι τόσα …
—-
Το μυαλό αναδεύεται ανήσυχο. Το σώμα, είτε παραλύει αποκαμωμένο απ’ αυτόν τον ανελέητο καταιγισμό, ή αλλάζει συνεχώς θέση – στην προσπάθεια να βοηθήσει, θαρρείς, το μυαλό να αποδράσει από τον οδυνηρό κλοιό – καθώς, αργά και ανεπαίσθητα, οι σκιές, που κουρνιάζουν εδώ κι εκεί, μέσα και έξω από την συνείδηση, σαν να μεταμορφώνονται σε αληθινές γνωριμίες, άλλες καλόδεχτες και άλλες όχι.
Σιγά-σιγά, το δωμάτιο, κάπως παίρνει να μορφοποιείται από μια γαλακτόχρωμη απαλή ανταύγεια. Και, σε λίγο, αυτή η ανταύγεια, θα καταλήξει σ’ αυτό που είναι το χαμόγελο του Δημιουργού στην πλάση, το φωτεινό ξημέρωμα.
—-
Τότε είναι που η ψυχή, στα μύχια βάθη της, βουβά και μυστικά – ίσως ακόμα και χωρίς να το συνειδητοποιεί ολότελα ο νους – θα νιώσει την ανάγκη να ζητήσει βοήθεια για φώτιση, μετάνοια, στήριξη, παρηγοριά, συγχώρεση και ανακούφιση, με μια αληθινή, άηχη προσευχή.
Μια προσευχή προς τον Θεό της Αγάπης, ο οποίος είπε τα αξεπέραστα λόγια: «Κύριε, άφες αυτοίς». Μια προσευχή σ’ Αυτόν, που μπορεί να ακούει όποιον του ανοίγει την καρδιά του, μέσα στο μυστηριακό και, συχνά, εξουθενωτικό σύθαμπο της ζωής. Αυτό, που ενεδρεύει απρόσμενο ανάμεσα στο σκοτάδι και το φως, εκεί κοντά στο όποιο αληθινό ξημέρωμα.
Ένα ξημέρωμα που, πάντα, σαν χάρη αφάνταστη, ακολουθεί το πιο βαθύ σκοτάδι και – ευλογημένο καθώς πλησιάζει – μας φέρνει το, πολυσήμαντο και καλόδεχτο, ρόδινο μήνυμα της ελπίδας.
Καλό ξημέρωμα!
Από το βιβλίο: «Στοχασμοί και Απόηχοι», εκδόσεις Αρχονταρίκι, Αθήνα 2021