Ας μιλήσουμε για αισιοδοξία
Από την κ.Μερόπη.Ν.Σπυροπούλου
Ομότ. Καθηγήτρια Πανεπιστημίου
«Ο κόσμος παραπονιέται που η τριανταφυλλιά έχει αγκάθια, αντί να χαίρεται που έχει τριαντάφυλλα. Αυτό είναι το θαύμα, τα τριαντάφυλλα, όχι τ’ αγκάθια» Θοδωρής Καλλιφατίδης |
«Να αγαπώ τους τίμιους ανθρώπους που με περιστοιχίζουν, να αποφεύγω τους κακούς, να κάνω το καλό, να υπομένω το κακό και να θυμάμαι να ξεχνώ. Να η αισιοδοξία μου. Αυτή με βοήθησε να ζήσω». ΑΝΤΡΕ ΜΩΡΟΥΑ |
=======
Ας μιλήσουμε για αισιοδοξία
Εμείς oι Έλληνες, με την διαχρονική φυσική ροπή μας στην υπερβολή του τραγικού, έχουμε την συνήθεια να μεγεθύνουμε όλα τα δυσάρεστα γεγονότα και να αγνοούμε ή να υποβαθμίζουμε τα – λίγα έστω – θετικά, εποικοδομητικά, ή και ελπιδοφόρα, ακόμα, στοιχεία που, σίγουρα, κάπου πρέπει να υπάρχουν γύρω μας. Έτσι, ιδιαιτέρως στις μέρες μας, τείνει να εκλείψει εντελώς από την διάθεσή μας η αισιοδοξία, η οποία αποτελεί μία από τις βασικές προϋποθέσεις για μια θετική στάση ζωής απέναντι στις όποιες δυσκολίες και τις εκάστοτε δοκιμασίες.
Αντιθέτως, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον και τους προβληματισμούς μας μόνο στα δυσάρεστα, μια πικρή γεύση απαισιοδοξίας δηλητηριάζει την καθημερινή μας διάθεση και μας βαραίνει με κούραση και με μιαν εξουθενωτική παραίτηση, που δεν οδηγεί σε τίποτε δημιουργικό. Ας θυμηθούμε την τετράγωνη λογική σκέψη του Τσώρτσιλ: «Είμαι αισιόδοξος. Δεν βλέπω να υπάρχει καμία χρησιμότητα στο να είμαι οτιδήποτε άλλο». Κι όπως έχει πει ο Πέταρ Ντένωφ, «αυτός που δεν μπορεί να νιώσει αισιοδοξία και χαρά, όταν κοιτάζει τον ουρανό, κι αυτός που δεν ευχαριστεί για όλα όσα του έχουν δοθεί, είναι ένας άνθρωπος άρρωστος». Αυτή η νοσηρή κατάσταση, συχνά, φέρνει, σαν συμπερασματική επωδό, το ότι: «τίποτα δεν πάει καλά» ή «έρχονται ακόμα πιο δύσκολες και δυσάρεστες μέρες».
Συστηματικά π.χ. αγνοείται, ξεχνιέται ή θεωρείται ως δεδομένη – και άρα ανάξια λόγου και εκτιμήσεως – η θετική διάθεση που πρέπει να πηγάζει από την συνειδητοποίηση της ευλογίας τού να ζεις σε μια χώρα, όπου, κατά την γνώμη μου, ισχύουν τα έξης χαρακτηριστικά γνωρίσματα:
Α) Απολαμβάνει ένα από τα ωραιότερα κλίματα του κόσμου, όπου το φως ενός λαμπρού ήλιου στολίζει τις περισσότερες μέρες του χρόνου και χαρίζει, στην καταγάλανη θάλασσά μας, τα «μαλάματά της τα πολλά», όπως λέει ο ποιητής.
Β) Είναι, επίσης, προικισμένη με άπειρες ομορφιές τις οποίες, οι ξένοι, σαν όνειρο ζωής, επιδιώκουν να τις χαρούν, έστω και για λίγες μέρες, έστω και μια μόνο φορά στη ζωή τους.
Γ) Σ’ αυτήν, χαιρόμαστε το υπέρτατο αγαθό τού να μπορούμε ελεύθερα να κάνουμε την προσευχή μας, να λέμε την σκέψη μας, να εκδηλώνουμε την αγάπη μας στους γύρω μας, να διασκεδάζουμε ή να κλαίμε, με το πρόσωπο ξέσκεπο και την καρδιά να μην τρεμουλιάζει από φόβο.
Δ) Σ’ αυτήν, ισχύει ακόμα ο όρος «οι δικοί μου άνθρωποι», όπου, ακόμα, η έννοια «οικογένεια» σημαίνει αγάπη, ασφάλεια και ζεστασιά.
Ε) Σ’ αυτήν, την Μεγάλη Παρασκευή, οι καρδιές νοτίζονται από τα μυρωμένα δάκρυα της Παναγιάς για το «Γλυκύ Έαρ» και, το βράδυ της Αναστάσεως, οι καρδιές αβίαστα χαίρονται και τα πρόσωπα χαμογελούν, φωτισμένα από τις αναμμένες λαμπάδες, καθώς ακούγεται ο θριαμβευτικός ήχος της καμπάνας, που συνοδεύει το υπέροχο χαρμόσυνο μήνυμα: «Χριστός Ανέστη».
Θα ήταν βέβαια επιεικώς αφελές να υποστηρίξει κάποιος, προσηλωμένος με μονομέρεια σε όσα ανέφερα προηγουμένως και σε πολλά άλλα ακόμα, ότι ζούμε σ’ έναν «όμορφο κόσμο, ηθικό, αγγελικά πλασμένο». Το να αισθάνεται κανείς λυπημένος, απογοητευμένος ή προβληματισμένος από μια δυσκολία ή μια αποτυχία, είναι απολύτως φυσιολογικό. Από το σημείο, όμως, αυτό μέχρι του να τα βλέπουμε όλα γύρω μας μαύρα και χαμένα, και να συναγωνιζόμαστε, θαρρείς, στο ποιος θα εκφράσει τις μεγαλύτερες κατηγορίες και τα πιο φρικτά παράπονα για την ζωή μας σ’ αυτόν τον τόπο, υπάρχει, πιστεύω, μια σαφής απόσταση.
Υπάρχει ένας χώρος στην ψυχή και την διάθεσή μας, ο οποίος, ενώ, έτσι, ερημώνει από την ισοπεδωτική απαισιοδοξία και την μοιρολατρική ηττοπάθεια, θα μπορούσε, νομίζω, να αρδευτεί από κάποιες πηγές αισιοδοξίας και να γίνει μια συναισθηματική όαση, όπου μπορεί να βλαστήσει η διάθεση για δημιουργία.
Νομίζω ότι, είναι απολύτως τεκμηριωμένη η άποψη που λέει πως το μέλλον δεν ανήκει στους απαισιόδοξους και τους παραπονιάρηδες, αλλά σ’ εκείνους που πιστεύουν ότι μπορούν να προσπαθήσουν να το αλλάξουν και να το δημιουργήσουν. Κι αυτή η προσπάθεια για δημιουργία, είναι ένα από τα πιο βασικά θεμέλια για μια ζωή γεμάτη από ικανοποίηση και χαρά.
Θα μπορούσε, ας πούμε, η πρώτη ζωοδότρα σταγόνα δροσιάς, να προκύψει από το μοναδικό αλλά πολυσήμαντο βήμα που χρειάζεται για να περάσει κάποιος από την παθητική διαπίστωση τού «τί συμβαίνει», στην ενεργητική διερεύνηση τού τι θα μπορούσε ο ίδιος να κάνει, σε όποιο μικρό ή μεγαλύτερο θέμα, για να αλλάξει ή να βελτιώσει – έστω λίγο – την κατάσταση.
Να κάνει μια διερεύνηση που θα τον βοηθούσε, ενδεχομένως, να υιοθετήσει μια διαφορετική στάση ζωής. Να περάσει, δηλαδή, από την απαισιοδοξία της διαπιστώσεως στην αισιοδοξία της πράξεως. Είναι αυτό ακριβώς που λέει – πολύ εύστοχα – μια γνωστή κινέζικη παροιμία: «Αντί να καταριέσαι το σκοτάδι, προσπάθησε ν’ ανάψεις ένα κερί».
Ένα απλό παράδειγμα αυτής της προτροπής, σχετίζεται με τα παράπονα που, πολύ συχνά, ακούγονται από γονείς – ιδιαιτέρως σε εποχές που γίνονται καταλήψεις – για την κατάσταση των σχολείων όπου φοιτούν τα παιδιά τους και όπου διαπιστώνουν ότι: «έχουν σπάσει τα τζάμια, τα σκουπίδια είναι παντού, οι τοίχοι είναι μουτζουρωμένοι, τα θρανία είναι χάλια κ.λπ.».
Αναρωτήθηκαν, όμως, ποτέ αυτοί οι γονείς μήπως ευθύνονται τα δικά τους παιδιά γι’ αυτές τις καταστροφές; Ή ζήτησαν ποτέ να τιμωρηθούν τα παιδιά τους, όταν έτυχε να διαπιστωθεί ότι έφταιγαν; Κι’ αν δεν θέλουν ή δεν γίνεται να τιμωρηθούν – με μοναδικό σκοπό να σωφρονιστούν – τα παιδιά που έφταιξαν, γιατί οι γονείς των παιδιών ενός τέτοιου σχολείου – αντί να καταγγέλλουν συνεχώς τα κακώς κείμενα και να περιμένουν όλες τις απαιτούμενες επανορθώσεις από το «κράτος» – να μην θελήσουν να κάνουν σκοπό τους το «να ανταλλάξουν την απαισιοδοξία της διαπιστώσεως με την αισιοδοξία μιας θετικής πράξεως», με μια συγκροτημένη και εφαρμόσιμη δική τους απόφαση;
Εξηγούμαι: Στον Σύλλογο Γονέων, θα υπάρχουν και κάποιοι τίμιοι και άξιοι τεχνίτες, που αγαπούν τα παιδιά και θα θελήσουν να προσπαθήσουν – με όποια τυχόν βοήθεια και συμπαράσταση θα μπορούν να τους προσφέρουν και οι άλλοι γονείς – να νοικοκυρέψουν τον χώρο μέσα στον οποίο ζουν και τα δικά τους παιδιά. Γιατί να μην αποφασίσουν, λοιπόν, να διαθέσουν όσο περίσσευμα ψυχής, όσο χρόνο και προσωπικό κόπο θα απαιτηθεί, για ν’ αλλάξει όψη το συγκεκριμένο σχολείο και, με την αισθητική και λειτουργική βελτίωσή του, να «χαμογελάσει» στα παιδιά;
Αναφέρω αυτήν την πρόταση, διότι είχα μία τέτοια προσωπική εμπειρία από τους γονείς δύο μικρών μαθητών ενός σχολείου, που βρισκόταν στην γειτονιά μας και είχε υποστεί τις «κακουχίες» μιας κατάληψης.
Μου περιέγραψαν αυτήν την πρωτοβουλία τους και την δική τους προσωπική εθελοντική εργασία. Αυτήν που, σε λίγο, την ακολούθησαν με ενθουσιασμό και πολλοί άλλοι γονείς. Μου ανέφεραν το πώς παρακινήθηκαν μεταξύ τους και κατέληξαν στο να προσφέρουν ό,τι μπορούσε ο καθένας. Άλλος υλική βοήθεια, άλλος προσωπική συμμετοχή, κι άλλος υποστηρικτικά θελήματα στην όλη προσπάθεια. Δεν παρέλειψαν δε να μου αναφέρουν ότι, «μέχρι και λουλούδια φυτέψαμε στην πρασιά της αυλής». Εκείνο, όμως, που ήταν εντυπωσιακό – και δεν σταματούσαν να το επαναλαμβάνουν, με πολλές λεπτομέρειες – ήταν η αντίστοιχη αυθόρμητη ανταπόκριση που είχαν από τα παιδιά, τα οποία, σιγά-σιγά, έδειξαν μια πηγαία διάθεση να βοηθήσουν και να συμπαρασταθούν στο έργο των γονιών. Αυτή ήταν που τους γέμισε με αισιοδοξία. Και η χαρά στο βλέμμα τους από το αποτέλεσμα που προέκυψε, ήταν αληθινά απερίγραπτη. Ήταν η χαρά της πηγαίας προσφοράς και ουσιαστικής συμβολής σ’ έναν καλό σκοπό.
Αυτή η εμπειρία, μ’ έκανε να σκεφτώ πως, αληθινός «δάσκαλος» – με την ουσιαστική έννοια του όρου – στο όποιο περιβάλλον του, μπορεί να γίνει, με το παράδειγμά του, ο καθένας και η κάθε μία από εμάς, έστω κι αν δεν είναι εκπαιδευτικός. Διότι, τα ζωντανά παραδείγματα – και όχι τα λόγια – είναι αυτά που ουσιαστικά εμπνέουν και, τελικώς, «διδάσκουν».
Με τον απόηχο αυτής της εμπειρίας, αναρωτιέμαι, σε περιπτώσεις που οι γονείς δεν θα το σκεφτούν ή δεν θα το θελήσουν, μήπως, ο αντίστοιχος Σύλλογος των Εκπαιδευτικών – αυτών που συνειδητοποιούν ότι ασκούν ένα λειτούργημα – θα μπορούσε να ξεκινήσει και να ολοκληρώσει μια τέτοια πρωτοβουλία, με παρακίνηση για εθελοντικές προσφορές γονιών και μαθητών; Θαρρώ πως, κάνοντας με θέρμη και αποφασιστικότητα την αρχή, στη συνέχεια θα διαπιστώσουν ότι, τα ίδια τα παιδιά, έχοντας ένα πολύτιμο και ζωντανό παράδειγμα να μιμηθούν, μπορεί να θελήσουν να διατηρήσουν το σχολείο τους – το οποίο θα πρέπει να το θεωρούν σαν δεύτερο σπίτι τους – όμορφο, καθαρό και περιποιημένο.
Ίσως, μια παρόμοια πρωτοβουλία, για καθαριότητα, νοικοκυροσύνη και εξωραϊσμό, θα μπορούσε, για παράδειγμα, να γίνει το έναυσμα και η παρακίνηση προς μίμηση – σε μικρότερη ή μεγαλύτερη κλίμακα – για τον προαύλιο χώρο μιας πολυκατοικίας, για έναν ταλαιπωρημένο όροφο ενός δημόσιου κτηρίου ή μιας Πανεπιστημιακής Σχολής, και άλλες παρόμοιες περιπτώσεις.
Γιατί, με τέτοιες ή άλλες παρόμοιες ενέργειες, να μην προσπαθήσουμε να «εμπνεύσουμε» στα παιδιά μας την σημασία της ατομικής ευθύνης και συμβολής στον σεβασμό του δημόσιου χώρου, στην ευπρέπεια του εργασιακού περιβάλλοντος και στην ιερότητα του κάθε εκπαιδευτικού χώρου;
Είναι, βεβαίως, ουτοπικό το να υποστηρίξει κανείς ότι, με τέτοιες προσπάθειες είναι δυνατόν να εκλείψουν τα πολλά κακώς κείμενα και οι ασχήμιες που μας περιβάλλουν. Είναι, όμως, πολλά κι εκείνα που μπορεί να βελτιωθούν, να στείλουν ένα θετικό μήνυμα, να γίνουν παραδείγματα προς μίμηση και, σε πολλές περιπτώσεις, να περιορίσουν την μιζέρια της καθημερινότητας γύρω μας.
* * *
Ολοκληρώνοντας αυτές τις σκέψεις, πιστεύω ότι, έχω χρέος να μην παραλείψω να αναφερθώ σε δύο πολύ σημαντικές, κατά την γνώμη μου, εκφάνσεις, που σχετίζονται εμμέσως με όσα προσπάθησα προηγουμένως να περιγράψω.
Η πρώτη, αφορά σε παραδείγματα που έχουμε από μερικούς Δημοτικούς Άρχοντες – σε κάποιους μικρούς δήμους – ή και απλούς Κοινοτάρχες, σε κάποιες κωμοπόλεις ή χωριά. Αυτοί, αναλαμβάνοντας ορισμένες σημαντικές καινοτόμες πρωτοβουλίες και εμπνέοντας, αντιστοίχως, τους συνεργάτες και τους δεκτικούς δημότες τους, κατάφεραν, όχι μόνο να αλλάξουν πολλά από τα κακώς κείμενα, αλλά και να μεταμορφώσουν, να επεκτείνουν, να εκσυγχρονίσουν και να προωθήσουν τις δυνατότητες που υπήρχαν – αλλά παρέμεναν ανεκμετάλλευτες – σε πολλούς τομείς της, υπό την εποπτεία τους, περιοχής. Σε τομείς που δεν περιορίζονται μόνο στην οικονομική διάσταση. Και είναι, νομίζω, αυτονόητο ότι, τα συγχαρητήρια δεν ανήκουν μόνο σ’ αυτούς τους πρωταγωνιστές, αλλά και στους δημότες εκείνους, που είχαν την νοημοσύνη να τους εκλέξουν και την θέληση να στηρίξουν το έργο τους.
Η δεύτερη αναφορά σχετίζεται με αρκετούς από τους χώρους της Εκκλησίας, αλλά και με πολλούς άλλους ευαίσθητους κοινωνικούς χώρους. Εκεί όπου – αθόρυβα, αλλά αποτελεσματικά – εφαρμόζεται ένας πολύπλευρος και πολυσήμαντος εθελοντισμός, με οδηγό την αλληλεγγύη και την ανθρωπιά. Εκεί, συνυπάρχει και η πηγαία, μοναδική χαρά της ουσιαστικής και αποτελεσματικής προσπάθειας για βοήθεια και προσφορά στους συνανθρώπους μας.
Έχω την γνώμη ότι, και στις δύο προαναφερθείσες περιπτώσεις, όπως και σε άλλες παρεμφερείς, οι συμμετέχοντες, με όποια προσωπική συμβολή μπορεί να έχει ο καθένας, «έχουν γενναία καρδιά», όπως λέει ο Νικηφόρος Βρεττάκος. Είναι δε βέβαιο ότι, εκεί, οι εθελοντές, που αποφασίζουν να υπηρετήσουν έναν καλό σκοπό, με προσφορά στον συνάνθρωπο ή στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, βιώνουν, την γαλήνη και την ευχαρίστηση από την – μοναδική και καίρια – σημασία που έχει το αποφασιστικό, στη ζωή μας, πέρασμα, «από την απαισιοδοξία της διαπιστώσεως, στην αισιοδοξία της θετικής πράξεως».
Μερόπη Ν. Σπυροπούλου
Από το βιβλίο «Στοχασμοί και Απόηχοι», εκδόσεις Αρχονταρίκι, Αθήνα 2021