Αντώνης Αλμπανόπουλος
26 Σεπτεμβρίου 2024
Εκπαίδευση
27 Σεπτεμβρίου 2024

Καλό Ξημέρωμα

Καλό ξημέρωμα …

Μερόπη Ν. Σπυροπούλου

Ομότιμη καθηγήτρια ΕΚΠΑ,

βραβείο Ακαδημίας Αθηνών

 

Συνήθως, οι πρώτες ώρες του βραδινού ύπνου ανακουφίζουν το σώμα που χαλαρώνει μετά από μια κουραστική μέρα και βυθίζουν το μυαλό σε μια κατάσταση μη συνειδητοποιημένης ανυπαρ­ξίας, η οποία μπορεί να διακόπτεται μόνο, ασυ­ναίσθητα και ακούσια, από στιγμές άυλης και φαντασιακής ζωής, μέσα στα όνειρα.

Την ώρα όμως που εκείνο το ομιχλώδες και θο­λό γκρίζο φως – ο ήρεμος προάγγελος της αυγής – γλιστράει απαλά ανάμεσα από τις γρίλιες και, πλησιάζοντας ακροπατώντας στο μαξιλάρι, προ­σπαθεί να ανασηκώσει το μυαλό από τα βάθη της σκοτεινής παραίτησης και να το οδηγήσει προς την ανηφοριά της συνείδησης, αρχίζει μια άλλη διαδικασία. Αυτή είναι, συχνά, η ώρα κάποιων απρόσκλητων επισκεπτών ή, για να είμαι πιο ακριβής, μάλλον είναι η ώρα των «εισβολέων».

Σκέψεις πολλές, ανάκατες, ανεξέλεγκτες, αδιά­κριτες, αιφνιδιαστικές και, συχνά, παράταιρες, παίρνουν το σχήμα ενός ανεμοστρόβιλου κι αρχί­ζουν να παγιδεύουν το μυαλό στην δίνη τους. Σκέ­ψεις, που μπορεί να σχετίζονται με πρόσφατα ή απόμακρα γεγονότα του χθες, ή με άλλα, ευχάρι­στα, δυσάρεστα, βαρετά ή ανησυχητικά, προ­γραμματισμένα και αναμενόμενα μέσα στην μέ­ρα που ξημερώνει. Συνήθως, όμως, οι σκέψεις, που αφορούν το αύριο, έρχονται δεύτερες.

—-

Οι πρώτες κοφτερές σκέψεις του στρόβιλου σπρώ­χνουν, προς το κέντρο της συνείδησης, διάφορα ετε­ρόκλιτα στοιχεία. Άλλοτε είναι κάποια ασυνάρτητα κομμάτια από στιγμιαίες εικόνες και, άλλοτε, είναι κάτι μικρά αγκαθωτά άγχη και ανεπαίσθητοι τρε­μουλιαστοί πανικοί, ή κάποιες βουβές τύψεις και ενοχές που, όμως, με το επίμονο βλέμμα τους, σαν να προκαλούν μια ανατριχίλα στην σιωπή.

‒ Είναι εκείνη η, από τόσο καιρό, οφειλόμενη συλλυπητήρια επίσκεψη, που παραμελήθηκε και δεν πραγματοποιήθηκε τότε που έπρεπε.

‒ Είναι το ευγενικό γράμμα, που μαραζώνει μήνες αναπάντητο σε μια άκρη του γραφείου σου.

‒ Είναι η εκκρεμότητα μιας δυσάρεστης υπο­χρέωσης, που δεν σταματά να στριφογυρίζει κά­τω από την καταπιεστική αναβλητικότητα.

‒ Είναι εκείνος ο, κάπως μουντός, απόηχος από το πρόσφατο, λίγο άχρωμο, τηλεφώνημα του ξε­νιτεμένου παιδιού.

‒ Είναι εκείνο το παιδάκι που, σιωπηλό, άπλω­σε το χεράκι του περιμένοντας, κι εσύ, βιαστικός και αδιάφορος, το προσπέρασες.

‒ Είναι εκείνη η λέξη, που κάποτε πλήγωσε εσέ­να ή τον απέναντί σου. Το ίδιο κάνει, το ίδιο πονά.

‒ Είναι εκείνο το ψέμα, που κάποτε ξεστόμι­σες, σκόπιμα ή έστω από επιπολαιότητα, και πα­ραμένει επίμονα ανεξίτηλο.

‒ Είναι εκείνο το πικρό παλιό μυστικό, που μά­ταια προσπαθείς, χρόνια τώρα, να ξεχάσεις.

‒ Είναι εκείνη η συγγνώμη, που σε κάποιον την οφείλεις και υπομονετικά περιμένει να βγει από τα σφιχτοκλεισμένα χείλη σου.

‒ Είναι εκείνο το λυπημένο βλέμμα του γονιού σου, που περίμενε άδικα έναν γλυκό σου λόγο, ένα χάδι στα άσπρα μαλλιά.

‒ Είναι τόσα …

Αλλάζεις θέση στο μαξιλάρι, σφίγγεις τα βλέ­φαρα, εύχεσαι να σε πάρει, για λίγο, ο ύπνος, ενώ συγχρόνως, αμυνόμενος, ασυναίσθητα, προσπα­θείς να ξεχωρίσεις κάποιες μικρές φωτεινές ανα­λαμπές, εκεί, πίσω από το μουντό σύννεφο που σε έχει μισοσκεπάσει.

‒ Είναι εκείνη η υπέροχη ανατολή του ήλιου, που, ένα καλοκαίρι, αντίκρισες με τους αγαπημέ­νους σου, από το κάστρο της Μονεμβασιάς.

‒ Είναι τα γεμάτα, από αγάπη τελευταία λόγια της μάνας, όταν σε αποχαιρετούσε.

‒ Είναι εκείνο το χαμόγελο του παιδιού σου, για μια σημαντική επιτυχία του.

‒ Είναι το δυνατό αγαπημένο χέρι που σε στη­ρίζει χρόνια τώρα …

‒ Είναι ένα πανέμορφο ηλιοβασίλεμα στην Λευ­κάδα, που έδωσε τόση χαρά στον παλιό φίλο…

‒ Είναι τόσα …

—-

Το μυαλό αναδεύεται ανήσυχο. Το σώμα, είτε παραλύει αποκαμωμένο απ’   αυτόν τον ανελέητο καταιγισμό, ή αλλάζει συνεχώς θέση – στην προ­σπάθεια να βοηθήσει, θαρρείς, το μυαλό να απο­δράσει από τον οδυνηρό κλοιό – καθώς, αργά και ανεπαίσθητα, οι σκιές, που κουρνιάζουν εδώ κι εκεί, μέσα και έξω από την συνείδηση, σαν να με­ταμορφώνονται σε αληθινές γνωριμίες, άλλες καλόδεχτες και άλλες όχι.

Σιγά-σιγά, το δωμάτιο, κάπως παίρνει να μορ­φοποιείται από μια γαλακτόχρωμη απαλή ανταύ­γεια. Και, σε λίγο, αυτή η ανταύγεια, θα καταλή­ξει σ’ αυτό που είναι το χαμόγελο του Δημιουρ­γού στην πλάση, το φωτεινό ξημέρωμα.

—-

Τότε είναι που η ψυχή, στα μύχια βάθη της, βου­βά και μυστικά – ίσως ακόμα και χωρίς να το συ­νειδητοποιεί ολότελα ο νους – θα νιώσει την ανάγ­κη να ζητήσει βοήθεια για φώτιση, μετάνοια, στή­ριξη, παρηγοριά, συγχώρεση και ανακούφιση, με μια αληθινή, άηχη προσευχή.

Μια προσευχή προς τον Θεό της Αγάπης, ο οποίος είπε τα αξεπέραστα λόγια: «Κύριε, άφες αυτοίς». Μια προσευχή σ’ Αυτόν, που μπορεί να ακούει όποιον του ανοίγει την καρδιά του, μέσα στο μυστηριακό και, συχνά, εξουθενωτικό σύθαμπο της ζωής. Αυτό, που ενεδρεύει απρόσμενο ανά­μεσα στο σκοτάδι και το φως, εκεί κοντά στο όποιο αληθινό ξημέρωμα.

Ένα ξημέρωμα που, πάντα, σαν χάρη αφάντα­στη, ακολουθεί το πιο βαθύ σκοτάδι και – ευλο­γημένο καθώς πλησιάζει – μας φέρνει το, πολυσή­μαντο και καλόδεχτο, ρόδινο μήνυμα της ελπίδας.

Καλό ξημέρωμα!

Από το βιβλίο: «Στοχασμοί και Απόηχοι», εκδόσεις Αρχονταρίκι, Αθήνα 2021