Ημερήσια Εκδρομή στο Πικέρμι..
27 Ιουνίου 2024
Φεστιβάλ Κινηματογράφου Σύρου
29 Ιουνίου 2024

Ας μιλήσουμε για αισιοδοξία

Ας μιλήσουμε για αισιοδοξία

Από την κ.Μερόπη.Ν.Σπυροπούλου

Ομότ. Καθηγήτρια Πανεπιστημίου

«Ο κόσμος παραπονιέται

που η τριανταφυλλιά έχει αγκάθια,

αντί να χαίρεται που έχει τριαντάφυλλα.

Αυτό είναι το θαύμα, τα τριαντάφυλλα,

όχι τ’ αγκάθια»

Θοδωρής Καλλιφατίδης

«Να αγαπώ τους τίμιους ανθρώπους που

με περιστοιχίζουν, να αποφεύγω τους

κακούς, να κάνω το καλό, να υπομένω

το κακό και να θυμάμαι να ξεχνώ.

Να η αισιοδοξία μου.

Αυτή με βοήθησε να ζήσω».

ΑΝΤΡΕ ΜΩΡΟΥΑ

=======

Ας μιλήσουμε για αισιοδοξία

Εμείς oι Έλληνες, με την διαχρονική φυσική ροπή μας στην υπερβολή του τραγικού, έχουμε την συνήθεια να μεγεθύνουμε όλα τα δυσάρεστα γεγονότα και να αγνοούμε ή να υποβαθμίζουμε τα – λίγα έστω – θετικά, εποικοδομητικά, ή και ελπιδοφόρα, ακόμα, στοιχεία που, σίγουρα, κά­που πρέπει να υπάρχουν γύρω μας. Έτσι, ιδιαι­τέρως στις μέρες μας, τείνει να εκλείψει εντελώς από την διάθεσή μας η αισιοδοξία, η οποία αποτελεί μία από τις βασικές προϋποθέσεις για μια θετική στάση ζωής απέναντι στις όποιες δυ­σκολίες και τις εκάστοτε δοκιμασίες.

Αντιθέτως, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον και τους προβληματισμούς μας μόνο στα δυσάρεστα, μια πικρή γεύση απαισιοδοξίας δηλητηριάζει την καθημερινή μας διάθεση και μας βαραίνει με κού­ραση και με μιαν εξουθενωτική παραίτηση, που δεν οδηγεί σε τίποτε δημιουργικό. Ας θυμηθούμε την τετράγωνη λογική σκέψη του Τσώρτσιλ: «Είμαι αισιόδοξος. Δεν βλέπω να υπάρχει καμία χρησιμότητα στο να είμαι οτιδήποτε άλλο». Κι όπως έχει πει ο Πέταρ Ντένωφ, «αυτός που δεν μπορεί να νιώσει αισιοδοξία και χαρά, όταν κοι­τάζει τον ουρανό, κι αυτός που δεν ευχαριστεί για όλα όσα του έχουν δοθεί, είναι ένας άνθρω­πος άρρωστος». Αυτή η νοσηρή κατάσταση, συ­χνά, φέρνει, σαν συμπερασματική επωδό, το ότι: «τίποτα δεν πάει καλά» ή «έρχονται ακόμα πιο δύσκολες και δυσάρεστες μέρες».

Συστηματικά π.χ. αγνοείται, ξεχνιέται ή θεω­ρείται ως δεδομένη – και άρα ανάξια λόγου και εκτιμήσεως – η θετική διάθεση που πρέπει να πη­γάζει από την συνειδητοποίηση της ευλογίας τού να ζεις σε μια χώρα, όπου, κατά την γνώμη μου, ισχύουν τα έξης χαρακτηριστικά γνωρίσματα:

Α) Απολαμβάνει ένα από τα ωραιότερα κλίμα­τα του κόσμου, όπου το φως ενός λαμπρού ήλιου στολίζει τις περισσότερες μέρες του χρόνου και χαρίζει, στην καταγάλανη θάλασσά μας, τα «μα­λάματά της τα πολλά», όπως λέει ο ποιητής.

Β) Είναι, επίσης, προικισμένη με άπειρες ομορ­φιές τις οποίες, οι ξένοι, σαν όνειρο ζωής, επιδιώ­κουν να τις χαρούν, έστω και για λίγες μέρες, έστω και μια μόνο φορά στη ζωή τους.

Γ) Σ’ αυτήν, χαιρόμαστε το υπέρτατο αγαθό τού να μπορούμε ελεύθερα να κάνουμε την προσευχή μας, να λέμε την σκέψη μας, να εκδη­λώνουμε την αγάπη μας στους γύρω μας, να δια­σκεδάζουμε ή να κλαίμε, με το πρόσωπο ξέσκεπο και την καρδιά να μην τρεμουλιάζει από φόβο.

Δ) Σ’ αυτήν, ισχύει ακόμα ο όρος «οι δικοί μου άνθρωποι», όπου, ακόμα, η έννοια «οικογένεια» σημαίνει αγάπη, ασφάλεια και ζεστασιά.

Ε) Σ’ αυτήν, την Μεγάλη Παρασκευή, οι καρ­διές νοτίζονται από τα μυρωμένα δάκρυα της Πα­ναγιάς για το «Γλυκύ Έαρ» και, το βράδυ της Αναστάσεως, οι καρδιές αβίαστα χαίρονται και τα πρόσωπα χαμογελούν, φωτισμένα από τις αναμμένες λαμπάδες, καθώς ακούγεται ο θριαμβευτι­κός ήχος της καμπάνας, που συνοδεύει το υπέρο­χο χαρμόσυνο μήνυμα: «Χριστός Ανέστη».

Θα ήταν βέβαια επιεικώς αφελές να υποστηρί­ξει κάποιος, προσηλωμένος με μονομέρεια σε όσα ανέφερα προηγουμένως και σε πολλά άλλα ακό­μα, ότι ζούμε σ’ έναν «όμορφο κόσμο, ηθικό, αγγε­λικά πλασμένο». Το να αισθάνεται κανείς λυπημένος, απογοητευμένος ή προβληματισμένος από μια δυσκολία ή μια αποτυχία, είναι απολύτως φυ­σιολογικό. Από το σημείο, όμως, αυτό μέχρι του να τα βλέπουμε όλα γύρω μας μαύρα και χαμένα, και να συναγωνιζόμαστε, θαρρείς, στο ποιος θα εκφράσει τις μεγαλύτερες κατηγορίες και τα πιο φρικτά παράπονα για την ζωή μας σ’ αυτόν τον τόπο, υπάρχει, πιστεύω, μια σαφής απόσταση.

Υπάρχει ένας χώρος στην ψυχή και την διάθε­σή μας, ο οποίος, ενώ, έτσι, ερημώνει από την ισο­πεδωτική απαισιοδοξία και την μοιρολατρική ηττοπάθεια, θα μπορούσε, νομίζω, να αρδευτεί από κάποιες πηγές αισιοδοξίας και να γίνει μια συναισθηματική όαση, όπου μπορεί να βλαστήσει η διάθεση για δημιουργία.

Νομίζω ότι, είναι απολύτως τεκμηριωμένη η άποψη που λέει πως το μέλλον δεν ανήκει στους απαισιόδοξους και τους παραπονιάρηδες, αλλά σ’ εκείνους που πιστεύουν ότι μπορούν να προσπα­θήσουν να το αλλάξουν και να το δημιουργήσουν. Κι αυτή η προσπάθεια για δημιουργία, είναι ένα από τα πιο βασικά θεμέλια για μια ζωή γεμάτη από ικανοποίηση και χαρά.

Θα μπορούσε, ας πούμε, η πρώτη ζωοδότρα σταγόνα δροσιάς, να προκύψει από το μοναδικό αλλά πολυσήμαντο βήμα που χρειάζεται για να περάσει κάποιος από την παθητική διαπίστωση τού «τί συμβαίνει», στην ενεργητική διερεύνηση τού τι θα μπορούσε ο ίδιος να κάνει, σε όποιο μικρό ή μεγαλύτερο θέμα, για να αλλάξει ή να βελτιώσει – έστω λίγο – την κατάσταση.

Να κάνει μια διερεύνηση που θα τον βοηθούσε, ενδεχομένως, να υιοθετήσει μια διαφορετική στάση ζωής. Να περάσει, δηλαδή, από την απαισιοδοξία της διαπιστώσεως στην αισιοδοξία της πράξεως. Είναι αυτό ακριβώς που λέει – πολύ εύστοχα – μια γνωστή κινέζικη παροιμία: «Αντί να καταριέσαι το σκοτάδι, προσπάθησε ν’ ανάψεις ένα κερί».

Ένα απλό παράδειγμα αυτής της προτροπής, σχετίζεται με τα παράπονα που, πολύ συχνά, ακούγονται από γονείς – ιδιαιτέρως σε εποχές που γίνονται καταλήψεις – για την κατάσταση των σχολείων όπου φοιτούν τα παιδιά τους και όπου διαπιστώνουν ότι: «έχουν σπάσει τα τζά­μια, τα σκουπίδια είναι παντού, οι τοίχοι είναι μουτζουρωμένοι, τα θρανία είναι χάλια κ.λπ.».

Αναρωτήθηκαν, όμως, ποτέ αυτοί οι γονείς μή­πως ευθύνονται τα δικά τους παιδιά γι’ αυτές τις καταστροφές; Ή ζήτησαν ποτέ να τιμωρηθούν τα παιδιά τους, όταν έτυχε να διαπιστωθεί ότι έφται­γαν; Κι’ αν δεν θέλουν ή δεν γίνεται να τιμωρηθούν – με μοναδικό σκοπό να σωφρονιστούν – τα παιδιά που έφταιξαν, γιατί οι γονείς των παιδιών ενός τέ­τοιου σχολείου – αντί να καταγγέλλουν συνεχώς τα κακώς κείμενα και να περιμένουν όλες τις απαι­τούμενες επανορθώσεις από το «κράτος» – να μην θελήσουν να κάνουν σκοπό τους το «να ανταλλά­ξουν την απαισιοδοξία της διαπιστώσεως με την αισιοδοξία μιας θετικής πράξεως», με μια συγ­κροτημένη και εφαρμόσιμη δική τους απόφαση;

Εξηγούμαι: Στον Σύλλογο Γονέων, θα υπάρ­χουν και κάποιοι τίμιοι και άξιοι τεχνίτες, που αγαπούν τα παιδιά και θα θελήσουν να προσπα­θήσουν – με όποια τυχόν βοήθεια και συμπαρά­σταση θα μπορούν να τους προσφέρουν και οι άλλοι γονείς – να νοικοκυρέψουν τον χώρο μέσα στον οποίο ζουν και τα δικά τους παιδιά. Γιατί να μην αποφασίσουν, λοιπόν, να διαθέσουν όσο πε­ρίσσευμα ψυχής, όσο χρόνο και προσωπικό κόπο θα απαιτηθεί, για ν’ αλλάξει όψη το συγκεκριμέ­νο σχολείο και, με την αισθητική και λειτουργική βελτίωσή του, να «χαμογελάσει» στα παιδιά;

Αναφέρω αυτήν την πρόταση, διότι είχα μία τέ­τοια προσωπική εμπειρία από τους γονείς δύο μικρών μαθητών ενός σχολείου, που βρισκόταν στην γειτονιά μας και είχε υποστεί τις «κακου­χίες» μιας κατάληψης.

Μου περιέγραψαν αυτήν την πρωτοβουλία τους και την δική τους προσωπική εθελοντική εργασία. Αυτήν που, σε λίγο, την ακολούθησαν με ενθου­σιασμό και πολλοί άλλοι γονείς. Μου ανέφεραν το πώς παρακινήθηκαν μεταξύ τους και κατέληξαν στο να προσφέρουν ό,τι μπορούσε ο καθένας. Άλλος υλική βοήθεια, άλλος προσωπική συμμετο­χή, κι άλλος υποστηρικτικά θελήματα στην όλη προσπάθεια. Δεν παρέλειψαν δε να μου αναφέ­ρουν ότι, «μέχρι και λουλούδια φυτέψαμε στην πρασιά της αυλής». Εκείνο, όμως, που ήταν εντυ­πωσιακό – και δεν σταματούσαν να το επανα­λαμβάνουν, με πολλές λεπτομέρειες – ήταν η αντίστοιχη αυθόρμητη ανταπόκριση που είχαν από τα παιδιά, τα οποία, σιγά-σιγά, έδειξαν μια πηγαία διάθεση να βοηθήσουν και να συμπαρασταθούν στο έργο των γονιών. Αυτή ήταν που τους γέμισε με αισιοδοξία. Και η χαρά στο βλέμμα τους από το αποτέλεσμα που προέκυψε, ήταν αληθινά απε­ρίγραπτη. Ήταν η χαρά της πηγαίας προσφοράς και ουσιαστικής συμβολής σ’ έναν καλό σκοπό.

Αυτή η εμπειρία, μ’ έκανε να σκεφτώ πως, αλη­θινός «δάσκαλος» – με την ουσιαστική έννοια του όρου – στο όποιο περιβάλλον του, μπορεί να γί­νει, με το παράδειγμά του, ο καθένας και η κάθε μία από εμάς, έστω κι αν δεν είναι εκπαιδευτι­κός. Διότι, τα ζωντανά παραδείγματα – και όχι τα λόγια – είναι αυτά που ουσιαστικά εμπνέουν και, τελικώς, «διδάσκουν».

Με τον απόηχο αυτής της εμπειρίας, αναρωτιέ­μαι, σε περιπτώσεις που οι γονείς δεν θα το σκε­φτούν ή δεν θα το θελήσουν, μήπως, ο αντίστοι­χος Σύλλογος των Εκπαιδευτικών – αυτών που συνειδητοποιούν ότι ασκούν ένα λειτούργημα – θα μπορούσε να ξεκινήσει και να ολοκληρώσει μια τέτοια πρωτοβουλία, με παρακίνηση για εθελον­τικές προσφορές γονιών και μαθητών; Θαρρώ πως, κάνοντας με θέρμη και αποφασιστικότητα την αρχή, στη συνέχεια θα διαπιστώσουν ότι, τα ίδια τα παιδιά, έχοντας ένα πολύτιμο και ζωντα­νό παράδειγμα να μιμηθούν, μπορεί να θελήσουν να διατηρήσουν το σχολείο τους – το οποίο θα πρέπει να το θεωρούν σαν δεύτερο σπίτι τους – όμορφο, καθαρό και περιποιημένο.

Ίσως, μια παρόμοια πρωτοβουλία, για καθα­ριότητα, νοικοκυροσύνη και εξωραϊσμό, θα μπο­ρούσε, για παράδειγμα, να γίνει το έναυσμα και η παρακίνηση προς μίμηση – σε μικρότερη ή με­γαλύτερη κλίμακα – για τον προαύλιο χώρο μιας πολυκατοικίας, για έναν ταλαιπωρημένο όροφο ενός δημόσιου κτηρίου ή μιας Πανεπιστημιακής Σχολής, και άλλες παρόμοιες περιπτώσεις.

Γιατί, με τέτοιες ή άλλες παρόμοιες ενέργειες, να μην προσπαθήσουμε να «εμπνεύσουμε» στα παιδιά μας την σημασία της ατομικής ευθύνης και συμβολής στον σεβασμό του δημόσιου χώρου, στην ευπρέπεια του εργασιακού περιβάλλοντος και στην ιερότητα του κάθε εκπαιδευτικού χώρου;

Είναι, βεβαίως, ουτοπικό το να υποστηρίξει κα­νείς ότι, με τέτοιες προσπάθειες είναι δυνατόν να εκλείψουν τα πολλά κακώς κείμενα και οι ασχή­μιες που μας περιβάλλουν. Είναι, όμως, πολλά κι εκείνα που μπορεί να βελτιωθούν, να στείλουν ένα θετικό μήνυμα, να γίνουν παραδείγματα προς μί­μηση και, σε πολλές περιπτώσεις, να περιορίσουν την μιζέρια της καθημερινότητας γύρω μας.

* * *

Ολοκληρώνοντας αυτές τις σκέψεις, πιστεύω ότι, έχω χρέος να μην παραλείψω να αναφερθώ σε δύο πολύ σημαντικές, κατά την γνώμη μου, εκφάνσεις, που σχετίζονται εμμέσως με όσα προ­σπάθησα προηγουμένως να περιγράψω.

Η πρώτη, αφορά σε παραδείγματα που έχου­με από μερικούς Δημοτικούς Άρχοντες – σε κά­ποιους μικρούς δήμους – ή και απλούς Κοινοτάρ­χες, σε κάποιες κωμοπόλεις ή χωριά. Αυτοί, ανα­λαμβάνοντας ορισμένες σημαντικές καινοτόμες πρωτοβουλίες και εμπνέοντας, αντιστοίχως, τους συνεργάτες και τους δεκτικούς δημότες τους, κατάφεραν, όχι μόνο να αλλάξουν πολλά από τα κακώς κείμενα, αλλά και να μεταμορφώσουν, να επεκτείνουν, να εκσυγχρονίσουν και να προωθήσουν τις δυνατότητες που υπήρχαν – αλλά παρέ­μεναν ανεκμετάλλευτες – σε πολλούς τομείς της, υπό την εποπτεία τους, περιοχής. Σε τομείς που δεν περιορίζονται μόνο στην οικονομική διάστα­ση. Και είναι, νομίζω, αυτονόητο ότι, τα συγχα­ρητήρια δεν ανήκουν μόνο σ’ αυτούς τους πρω­ταγωνιστές, αλλά και στους δημότες εκείνους, που είχαν την νοημοσύνη να τους εκλέξουν και την θέληση να στηρίξουν το έργο τους.

Η δεύτερη αναφορά σχετίζεται με αρκετούς από τους χώρους της Εκκλησίας, αλλά και με πολλούς άλλους ευαίσθητους κοινωνικούς χώ­ρους. Εκεί όπου – αθόρυβα, αλλά αποτελεσματι­κά – εφαρμόζεται ένας πολύπλευρος και πολυσήμαντος εθελοντισμός, με οδηγό την αλληλεγγύη και την ανθρωπιά. Εκεί, συνυπάρχει και η πη­γαία, μοναδική χαρά της ουσιαστικής και αποτε­λεσματικής προσπάθειας για βοήθεια και προ­σφορά στους συνανθρώπους μας.

Έχω την γνώμη ότι, και στις δύο προαναφερ­θείσες περιπτώσεις, όπως και σε άλλες παρεμφε­ρείς, οι συμμετέχοντες, με όποια προσωπική συμ­βολή μπορεί να έχει ο καθένας, «έχουν γενναία καρδιά», όπως λέει ο Νικηφόρος Βρεττάκος. Είναι δε βέβαιο ότι, εκεί, οι εθελοντές, που απο­φασίζουν να υπηρετήσουν έναν καλό σκοπό, με προσφορά στον συνάνθρωπο ή στο ευρύτερο κοι­νωνικό σύνολο, βιώνουν, την γαλήνη και την ευχα­ρίστηση από την – μοναδική και καίρια – σημασία που έχει το αποφασιστικό, στη ζωή μας, πέ­ρασμα, «από την απαισιοδοξία της διαπιστώσε­ως, στην αισιοδοξία της θετικής πράξεως».

Μερόπη Ν. Σπυροπούλου

Από το βιβλίο «Στοχασμοί και Απόηχοι», εκδόσεις Αρχονταρίκι, Αθήνα 2021